ἐλάινον

ἐλάινον
ἐλάϊνον , ἐλάινος
of olive-wood
masc acc sg
ἐλάϊνον , ἐλάινος
of olive-wood
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενερείδω — ἐνερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω μέσα σε κάτι, βάζω μέσα, μπήγω («οἱ μέν μοχλόν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξύν ἐπ ἄκρω, ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν», Ομ. Οδ.) 2. ακουμπώ, στηρίζω 3. προσηλώνω το βλέμμα, στρέφω σε κάτι («ἐνερείδω τήν ὄψιν τινί», Πλούτ.) 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”